βαρυόσμου

βαρυόσμου
βαρύοσμος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άπιο — I (apio). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Τα έντομα αυτά ζουν σε χώρες με εύκρατα κλίματα. Είναι έντομα μικρά σε μέγεθος, 2 3 χιλιοστά, και έχουν χρώμα στιλπνό μαύρο. Ζουν πάνω σε διάφορα ψυχανθή φυτά στα οποία παρασιτούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”